Την τελευταία της πνοή άφησε τη Δευτέρα σε ηλικία 87 ετών η βαρώνη Θάτσερ, πρωθυπουργός της Βρετανίας από το 1979 έως το 1990. Σύμφωνα με ανακοίνωση που δόθηκε στη δημοσιότητα, η Θάτσερ «πέθανε ήσυχα στον ύπνο της από εγκεφαλικό». H Mάργκαρετ Θάτσερ γεννήθηκε τον Οκτώβιο του 1925 και ήταν κόρη ενός παντοπώλη, όπως άλλωστε και η ίδια συνήθιζε να λέει.
Μπήκε από νωρίς στις τάξεις του Συντηρητικού Κόμματος και κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής για πρώτη φορά το 1959.
Το 1975 κατάφερε να εκλεγεί στην ηγεσία των Τόρις και να γίνει αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, σε μια εποχή εξαιρετικά δύσκολη, οικονομικά και κοινωνικά, για τη χώρα.
Κέρδισε τις εκλογές του 1979 και έγινε η πρώτη (και μοναδική μέχρι σήμερα) γυναίκα πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, θέση που διατήρησε μέχρι το Νοέμβριο του 1990, όταν αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Έγινε γνωστή ως «Σιδηρά Κυρία», κυρίως για την επιμονή με την οποία εφάρμοσε τις φιλελεύθερες οικονομικές της πολιτικές, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις που αυτές προκαλούσαν. Η οικονομική της πολιτική, γνωστή ως «θατσερισμός», είχε σαν κύρια χαρακτηριστικά τις σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις, την περιστολή δαπανών και επιδομάτων και την στροφή από την βιομηχανία στις υπηρεσίες.
Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές συγκρούσεις στα χρόνια της πρωθυπουργίας της ήταν με τους ανθρακωρύχους -στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Η απεργία κράτησε πάνω από ένα χρόνο και νικήτρια ήταν η ίδια. Βρέθηκε στο στόχαστο και του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), γλίτωσε μια απόπειρα δολοφονίας το 1984, όταν ο IRA ανατίναξε το ξενοδοχείο στο οποίο γινόταν το συνέδριο των Συντηρητικών.
Δεν είχε υποχωρήσει λίγα χρόνια νωρίτερα στις απεργίες πείνας μελών του IRA, όπως του Μπόμπι Σαντς, ο οποίος το διάστημα της απεργίας στις φυλακές είχε εκλεγεί και μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων. Μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, το 1982, είχε διατάξει τις Ένοπλες Δυνάμεις της Βρετανίας να αποπλεύσουν για τον Νότιο Ατλαντικό, προκειμένου να διώξουν τη Χούντα της Αργεντινής από τα Νησιά Φώκλαντ (Μαλβίνας για το Μπουένος Αϊρες).
Η νίκη σε εκείνο τον πόλεμο λίγων μόλις εβδομάδων, τής χάρισε έναν ακόμα εκλογικό θρίαμβο το 1983, για να ακολουθήσει και τρίτη εκλογική νίκη το 1987. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, διατήρησε -σε καιρό Ψυχρού Πολέμου- μία εξαιρετικά στενή σχέση με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρίγκαν. Στην ιστορία έμειναν επίσης οι συγκρούσεις με την τότε ΕΟΚ, καθώς δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση την ευρύτερη οικονομική και πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης.
Στην ιστορία έμεινε η φράση της «θέλω πίσω τα λεφτά μου», αναφερόμενη στις περίφημες επιστροφές από την βρετανική συνεισφορά στα κοινοτικά κονδύλια. Η Θάτσερ δεν δίστασε να ζητήσει τον αποκλεισμό των αγγλικών ποδοσφαιρικών ομάδων από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις μετά την τραγωδία του 1985 στο στάδιο Χεϊζελ των Βρυξελλών. Οι ομάδες αποκλείστηκαν για μία πενταετία, ενώ στη Βρετανία έγινε μια συνολικότερη προσπάθεια να ξεριζωθεί το φαινόμενο από τα γήπεδα.
Η δημοτικότητά της άρχισε να φθίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ενώ διογκώνονταν οι αντιδράσεις για τις κοινωνικές της πολιτικές. Ο «κεφαλικός φόρος» που επιβλήθηκε εκείνα τα χρόνια, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ακόμα και στελέχη εντός του κόμματος άρχισαν να την αμφισβητούν ανοικτά. Παραιτήθηκε το Νοέμβριο του 1990 και αποχώρησε με δάκρυα στα μάτια από το Νο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ. Οι Συντηρητικοί κατάφεραν, πάντως, να κερδίσουν τις εκλογές και να μείνουν στην εξουσία -υπό τον Τζον Μέιτζορ- μέχρι το 1997.
Τότε ξεκίνησε η διάρκειας 13 ετών κυριαρχία των «Νέων Εργατικών» υπό τον Μπλερ, η οποία κυριαρχία πάντως στηρίχθηκε σε πολλές από τις πολιτικές της Θάτσερ. Αποσύρθηκε από τη Βουλή των Κοινοτήτων το 1992, έλαβε τον τίτλο της βαρώνης και έμεινε στα έδρανα της Βουλής των Λόρδων.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας και είχε περιορίσει σημαντικά τις δημόσιες εμφανίσεις της. Ο Ντέιβιντ Κάμερον, διέκοψε το ταξίδι του σε ευρωπαϊκές χώρες, μετά την ανακοίνωση της είδησης του θανάτου της Μάργκαρετ Θάτσερ, ανακοίνωσε η Ντάουνινγκ Στριτ.