Γράφει ο Τριαντάφυλλος Αλμπάνης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Τα πανεπιστήμια σήμερα υλοποιούν πάνω από το 85% των ερευνητικών έργων σε εθνικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομική κρίση και οι συνεπαγόμενες αρνητικές εξελίξεις στη χρηματοδότηση από εθνικούς πόρους δεν έχει επηρεάσει με τον αναμενόμενο αναλογικάτρόπο τον ζωτικό πυρήνα της δραστηριότητάς τους. Οι ερευνητικές επιδόσεις των ελληνικών πανεπιστημίων κατά την τελευταία δεκαετία, βρίσκονται σταθερά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στον αντίποδα όσων ισχύουν για την οικονομία και την ανάπτυξη της χώρας. Το ελληνικό αυτό «παράδοξο» και οι επιτυχίες που καταγράφονται στα ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά προγράμματα βρίσκουν την ερμηνεία τους στο πολύ καλό επιστημονικό υπόβαθρο των Ελλήνων καθηγητών και μεταπτυχιακών φοιτητών, στον σαφή διεθνή προσανατολισμό της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, καθώς και στην ικανοποιητική αξιοποίηση των επιστημονικών υποδομών που αναπτύχτηκαν από τα Ιδρύματα εξ ιδίων πόρων.
Μέσα από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα,επί σειράν ετών, τα πανεπιστήμια και οι ερευνητικές τους ομάδες αναζήτησαν ερευνητική συνεργασία με ιδιωτικές επιχειρήσεις και βιομηχανίες. Τα αποτελέσματα, ενώ ήταν επιτυχή στο επίπεδο της διεκδίκησης νέων έργων, απεδείχθησαν πενιχρά όσον αφορά την αξιοποίησή τους προς όφελος της οικονομίας. Κατά τη διάρκεια της υλοποίησής τους, οι επιχειρήσεις ωφελήθηκαν από την άντληση πόρων,αφενός για δαπάνες μισθοδοσίας του προσωπικού τους και αφετέρου για τον μερικό εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού τους. Μετά τη λήξη τους όμως, ήταν πολύ λίγες οι περιπτώσεις όπου διασφαλίστηκε μια θετική συνέχεια προς όφελος των δύο μερών -και αναφέρομαι κυρίως,στη διασφάλιση των θέσεων εργασίας των νέων ερευνητών.
Ησύνδεση των ερευνητικών προγραμμάτων με την οικονομία της χώρας έχει ασφαλώς μια καίρια θετική διάσταση στο βαθμό που διευρύνει τιςδυνατότητες αυτοχρηματοδότησης των πανεπιστημίων μέσω των ΕΛΚΕ (Επιτροπών Ερευνών). Για να διασφαλιστεί το πλεονέκτημα αυτό, είναι κρίσιμο να επαναπροσδιοριστούν οι όροι συνεργασίας και τα αμφοτερόπλευρα οφέλη για τα πανεπιστήμια και τις επιχειρήσεις. Ειδικότερα για τα Πανεπιστήμια, θα πρέπει να θωρακιστείτο ακαδημαϊκό πρόταγμα,ο δημόσιος χαρακτήρας τους και η αταλάντευτη προσήλωσή τους στο κοινωνικό όφελος που θα προκύπτει από τη συνεργασία αυτή.
Παράλληλα, η αποτίμηση της μέχρι σήμερα πορείας του Τεχνολογικού Πάρκου Ηπείρου και ο αναπροσανατολισμός της λειτουργίας του, σύμφωνα με τους στόχους της ίδρυσής του, μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στη μεταφορά της καινοτομίας από τον ερευνητικό χώρο στην οικονομία της περιοχής και της χώρας.
Μέχρι σήμερα το ΠανεπιστήμιοΙωαννίνωνήταν το μοναδικό μεγάλο περιφερειακό Ίδρυμα χωρίς Κέντρο Έρευνας. Εκτιμώ ότι ηδημιουργία του Κέντρου Ερευνών Ηπείρου (ΚΕΗΠ) αποτελεί μια πρόταση κομβικής εξέλιξης, που θα προικίσει το Ίδρυμα με πέντε νέα Ινστιτούτα. Τα τέσσερα (4) εξ αυτών περιλαμβάνονται ήδη στο υπό σύνταξη νομοσχέδιο: α) Βιοεπιστημών, β) Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης, γ) Επιστημών των Υλικών και Υπολογισμών και δ) Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών. Θεωρώ σκόπιμη τη βελτίωση του σχεδιασμού με την προσθήκη ενός πέμπτου Ινστιτούτου Οικονομικής Ανάλυσης και Αλληλέγγυας Οικονομίας. Με την πολυδιάστατη αυτή θεσμική του υπόσταση, η συμβολή του ΚΕΗΠ στην ανάπτυξη της περιφέρειας της Ηπείρου θα καταστεί άμεσα ορατή, ενισχύοντας συγχρόνως την εξωστρέφεια των ερευνητικών ομάδων και ιδιαίτερα, των νέων ερευνητών του Ιδρύματος.
Την περίοδο αυτή, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων είναι επικεφαλής επιτροπής-αντιπροσωπείας της Συνόδου των Πρυτάνεων γιατη διαπραγμάτευση και σύνταξηεγκυκλίων και υπουργικώναποφάσεων που θα ρυθμίζουντις λεπτομέρειεςτης λειτουργίας των ΕΛΚΕ,απλοποιώντας την υφιστάμενη γραφειοκρατία των διαδικασιών υλοποίησης του φυσικού αντικειμένου των έργων. Ο ρόλος του αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός, δεδομένου του ότι ο ΕΛΚΕ τα τελευταία χρόνια υποστηρίζει από τα διαθέσιμα αποθεματικά του τον τακτικό προϋπολογισμό του Ιδρύματος και τις αμοιβές των πανεπιστημιακών υποτρόφων,που καλύπτουν τα κενά των προγραμμάτων σπουδών όλων των Τμημάτων,θεραπεύοντας το μείζον πρόβλημα των μειώσεων των διαθέσιμων πιστώσεων για νέες θέσεις ΔΕΠ.
Στο άμεσο μέλλον και μετά από την απαιτούμενη σχετική έγκριση της Συγκλήτου, η Επιτροπή Ερευνών μπορείνα ενισχύει τη βασική και εφαρμοσμένη έρευνα των μεταπτυχιακών φοιτητών, των υποψήφιων διδακτόρων και των νέων μελών ΔΕΠ, αξιοποιώνταςτα αποθεματικά που προέρχονται από τη διαχείριση ερευνητικών προγραμμάτων.
Η πορεία του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου μέσα στα χρόνια της κρίσης είναι τέτοια, που η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να αναγνωρίζει την προσφορά του ως αξιόπιστου θεσμού, με ερευνητικές επιδόσεις υψηλού επίπεδου, παρά την πενιχρή χρηματοδότηση. Είναι ευθύνη μας να ανταποδώσουμε αυτήν την αναγνώριση και να τιμήσουμε την εμπιστοσύνη της.