Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Η ματαιότητα η οποία μαστίζει πανελλαδικά την ελληνική κοινωνία δεν θα μπορούσε να εξαιρεί και ζητήματα εθνικής σημασίας όπως το θέμα των Τσάμηδων και του σκοτεινού ρόλου που έπαιξαν στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Ερμηνείες μπορεί να υπάρχουν πολλές, ωστόσο τα γεγονότα είναι σαφή – οι Τσάμηδες συνεργάσθηκαν με τους Γερμανούς και κινήθηκαν εναντίον του ελληνικού Έθνους. Αυτό κόστισε τη ζωή σε χιλιάδες Ηπειρώτες οι οποίοι θανατώθηκαν, έχασαν τις περιουσίες του ή εκδιώχθηκαν από τις δυνάμεις Κατοχής. Εκείνοι που σπεύδουν βραδέως με μόνη αγωνία να μη ταράξουν την μεσημεριανή τους ραστώνη στην Ήπειρο, ήρθε η στιγμή να ξυπνήσουν και να καταλάβουν ότι όταν ένα έθνος και ένας λαός παραδίδεται στην καρδιά, τότε χάνεται και το πνεύμα.Ο Αντώνης Μπέζας κόντρα στο αίσθημα εθνικής μειονεξίας άνοιξε το θέμα με τρόπο γενναίο και ταυτόχρονα εμπεριστατωμένο, δημιουργώντας το Σύλλογο Απογόνων των Θυμάτων των Τσάμηδων της περιόδου 1941-1944. Η πρωτοβουλία αναδείχθηκε από τον Πρωϊνό Λόγο, στη συνέχεια από το Rizopoulos Post και μεγεθύνθηκε στα κεντρικά ΜΜΕ με αναφορά του Ελεύθερου Τύπου.
Θέλω να αποσαφηνίσω ότι δεν υπήρξα ποτέ οπαδός της στρατηγικής «η μη θέση είναι θέση». Μόνο η θέση είναι θέση. Για αυτό δηλώνω απερίφραστα πως όσο μακριά και αν φτάσουν εγώ θα είμαι σύμμαχός τους. Διερωτώμαι ωστόσο, γιατί για χρόνια ολόκληρα και επί ΠΑΣΟΚ και επί Νέας Δημοκρατίας και επί Σύριζα οι υποδείξεις εσωτερικά και ανεπίσημα ήταν και είναι πάντοτε «μην συζητάτε για αυτό το θέμα», «μην το ανοίγετε».
Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα ζήτημα αφενός ανθρωπιστικό και ιστορικό, που μπορεί να δικαιωθεί στην Χάγη και βεβαίως ένα ζήτημα οικονομικό ως προς τις αποζημιώσεις. Δυστυχώς στην καπιταλιστική κοινωνία που ζούμε σήμερα το μόνο που καταλαβαίνει ο καθένας είναι η τσέπη του. Θεωρώ λοιπόν ότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει ο Σύλλογος Απογόνων των Θυμάτων είναι να αναζητήσει μαζί με τη βοήθεια σύγχρονων ευεργετών τα νομικά ερείσματα εκείνα που θα του επιτρέψουν να θέσει ζήτημα αποζημιώσεων τόσο από το γερμανικό όσο και από το αλβανικό Δημόσιο. Το θέμα δεν είναι απλό. Έχουμε δει παρόμοιες προσπάθειες όπως στο Δίστομο και τα Καλάβρυτα οι οποίες προσφέρουν πολύτιμη τεχνογνωσία στον τρόπο χειρισμού και δεν πρέπει να ξεχνάμε οτι μιλάμε πάντα για ατομικές αποζημιώσεις. Τα θέματα του κατοχικού δανείου και των πολεμικών αποζημιώσεων είναι δύο εντελώς διαφορετικά θέματα που συνδέονται μεν οργανικά με τις αποζημιώσεις των θυμάτων, ωστόσο δεν ταυτίζονται.
Η ειδοποιός διαφορά που υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει να κάνει με τον ρόλο της Αλβανίας. Με δεδομένο οτι οι Τσάμηδες δεν ήταν Αλβανοί αλλά Έλληνες πολίτες κατά τον χρόνο τέλεσης των εγκλημάτων, γεννάται ένα ουσιώδες ζήτημα σε οτι αφορά την προσφυγή κατά του αλβανικού Δημοσίου: το κατά πόσο αυτό τους στηρίζει στις αξιώσεις τους κατά της Ελλάδας και πόσο επιμένει να θέτει τέτοια ζητήματα σε διμερές επίπεδο. Αν θέλει να το κάνει – άλλωστε υπήρξε η χώρα υποδοχής των Τσάμηδων μετά το 1944- θα πρέπει να αναλογισθεί τις έννομες συνέπειες που προκύπτουν. Αν όχι, η Αλβανική πολιτεία μπορεί να κλείσει το θέμα επ ωφελεία των διακρατικών μας σχέσεων, τοποθετούμενη επισήμως και καταδικάζοντας τις ενέργειές τους.
Μια τέτοια κίνηση θα εγκαινίαζε ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών, το οποίο θα άφηνε πίσω τα σημεία τριβής και θα δημιουργούσε θετικές προοπτικές τόσο για τους Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι βάλλονται το τελευταίο διάστημα, όσο και για τους Αλβανούς πολίτες που εργάζονται και προκόβουν στην Ελλάδα ενισχύοντας και τις δύο οικονομίες. Ενώ λοιπόν η επιδίωξη μιας τέτοιας προσέγγισης έπρεπε να είναι η αιχμή του δόρατος για την ελληνική διπλωματία, οι αρμόδιοι τηρούν σιγήν ιχθύος .
Είναι κρίσιμο για την Ελλάδα να αποσπάσει μια επίσημη δήλωση από την Αλβανική κυβέρνηση με την οποία θα αποστασιοποιείται από το θέμα των Τσάμηδων. Ας πάψουν συνεπώς οι κήρυκες της επιλεκτικής αμνησίας να μας κουνούν το δάκτυλο της comme-il faut συμπεριφοράς.
Παρά τις διαφορές μας στην Ελλάδα είμαστε πρώτα Έλληνες και μετά οτιδήποτε άλλο. Και αυτά τα ζητήματα ηθικής τάξης και εθνικής αξιοπρέπειας δεν είναι «πασέ» ούτε χωρούν σε μικροπολιτική αντιπαράθεση. Αυτό που τα κάνει «πασέ» είναι η ματαιότητα, η αδιαφορία και η έλλειψη γραμμάτων.