Γράφει η Άννα Ζιάγκα

Σε μία τέτοια κοινωνία, 20χρονα παιδιά χάνουν τη ζωή τους, επειδή κάποιος δεν μίλησε, δεν ήθελε να δει, αδιαφόρησε.
Δεν μίλησε. Φοβόταν αυτό που ξέρει.
Δεν ήθελε να δει. Φοβόταν μήπως καταλάβει.
Αδιαφόρησε. Φοβόταν ότι θα μάθει την αλήθεια.
Φόβος και απομόνωση.
Άνθρωποι γεμάτοι ψυχολογικά και άτοπες θεωρίες ψεύτικης ηρεμίας για να διατηρήσουν την δική τους ψυχική γαλήνη. Μία γαλήνη που δε χτίζεται πάνω σε κρυμμένους φόβους. Μία γαλήνη που δε θα έρθει όσο κι αν προσπαθήσεις. Καμία γαλήνη.
Πρέπει οι άνθρωποι επιτέλους να αρχίσουν να μιλάνε. Κι όταν δεν μιλάνε οι ίδιοι, πρέπει να τους μιλάμε εμείς.
Με τον θάνατο του Βαγγέλη όλοι ενδόμυχα σκεφτόμαστε «μακάρι αυτό να είναι το τελευταίο περιστατικό, μακάρι οι άνθρωποι να αλλάξουν». Τίποτα όμως δεν θα αλλάξει.
Κάποιοι άνθρωποι θα συνεχίσουν να είναι επικίνδυνοι και κάποιοι άνθρωποι θα συνεχίσουν να φοβούνται.
Αν δεν αλλάξω εγώ, αν δεν αλλάξεις εσύ, αν δεν αλλάξει ο κύριος με την κόκκινη φόρμα στο απέναντι μπαλκόνι, δεν θα αλλάξουν τα πράγματα.
Γι’αυτό η βία, η εγκληματικότητα, ο φόβος και τέλος ο ξεπεσμός της κοινωνίας έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο, γιατί μένουμε παθητικοί, γιατί περιμένουμε από τους άλλους την αλλαγή. Εμείς, όμως, είμαστε η ζωή, εμείς είμαστε η κοινωνία, εμείς είμαστε η χώρα, εμείς είμαστε τα πάντα. Αν δεν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι, η αλλαγή δεν θα έρθει από μόνη της. Αν δεν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι, μέρα με τη μέρα θα γινόμαστε μάρτυρες στην καταστροφή της κοινωνίας η οποία δε θα σταματήσει μέχρι να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη. Αν δεν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι, η κοινωνία θα σταματήσει να υπάρχει.